- εττημένος
- ἐττημένος, -η, -ον (Α)αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐττημένα — ἐττημένᾱ , ἐττημένος sifted fem nom/voc/acc dual ἐττημένᾱ , ἐττημένος sifted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)